- πειστήρ
- πειστήρone who obeysmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πειστήρ — (I) ὁ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ὑπήκοος». [ΕΤΥΜΟΛ. < πείθω + επίθημα τήρ (πρβλ. κολασ τήρ)]. (II) ὁ, Α σχοινί, καραβόσκοινο, παλαμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. πείσμα (ΙΙ)] … Dictionary of Greek
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek